Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2017

Δεῖγμα ἀφροσύνης - π. Γρηγόριος Μουσουρούλης


Κυριακή Θ´Λουκᾶ (Λουκ. ιβ´16-21)
Λόγος εἰς τό Εὐαγγέλιον
Δεῖγμα ἀφροσύνης
 «Ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου» (Λουκ. ιβ´19)

          Ἄφρονα, δηλαδή ἀνόητο καί ἄμυαλο ὀνό­μασεν ὁ Κύριός μας τόν πλούσιο τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος. Ὅσο κι ἄν μᾶς φαίνεται βαρύς ὁ χαρακτηρισμός, πειθόμαστε ἀπό τήν ἐξέλιξη καί τήν κατάληξη τῆς ὑπόθεσης ὅτι εἶναι ἀπόλυτα ἀληθινός, ἀνταποκρίνεται πλήρως στήν πραγματικότητα. Ἄλλωστε τά ἴδια τά λόγια τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου πρός τόν ἑαυτό του φανερώνουν τήν πολλή ἀφροσύνη του. Ἕνα δεῖγμα αὐτῆς ἀκριβῶς τῆς ἀφροσύνης θά δοῦμε στή συνέχεια, τό ὁποῖο ἔχει κυριεύ­σει καί πολλούς ἀνθρώπους σήμερα ἀκόμη καί αὐτούς πού θέλουν νά λέγονται, νά λεγόμαστε χριστι­ανοί.

****
«Ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου»
          Ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς ἀφοῦ θά ἔκτιζε τίς καινούργιες ἀποθῆκες του, πολύ μεγαλύτερες ἀπό ἐκεῖνες πού θά κατεδάφιζε, καί θά συγκέν­τρωνε ἐκεῖ ὅλα τά ἀγαθά του, θά ἔλεγε στή ψυχή του: Ψυχή μου ἔχεις στή διάθεσή σου  πολλά ἀγαθά. Τόσα ἀγαθά πού θά σοῦ φτάσουν γιά πολλά χρόνια. Λοιπόν δέν χρειάζεται νά σκο­τίζεσαι καί νά ἀγωνιᾶς, οὔτε καί νά ἐργάζεσαι. Λοιπόν ὕστερα ἀπό τόσους κόπους πού κατέ­βαλες, μέχρι νά φθάσεις σ’ αὐτή τήν εὐτυχισμένη ὥρα, ἀναπαύου, τρτῶγε, πίνε καί εὐφραίνου.
Τά λόγια του αὐτά, ἀδελφοί μου, δείχνουν ὅτι στήριζε τήν εὐτυχία του στά πολλά ἀγαθά, πού θά εἶχε νά τρώγει καί νά πίνει. Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι ἕνα ἀπό τά πολλά στοιχεῖα, πού συνιστοῦν τήν ἀφροσύνη του. Σκεπτόταν καί ἀποφάσιζε γιά τή ψυχή του σάν νά ἦταν καί αὐτή ὑλική, ὅπως τό σῶμα του, καί νά ἦταν δυνατό νά χορταίνει καί νά ἱκανοποιεῖται μέ τήν ὕλη. Ἐνό­μιζεν πώς ἡ εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ ἐσωτε­ρική ἀνάπαυσή του περικλείεται μέσα στά στενά ὅρια τῶν ἀποθηκῶν του πού ἦταν γεμάτες ἀπό ἀγαθά.
Ξεχνοῦσε πώς οἱ γεμάτες ἀποθῆκες του δέν ἦταν ἀδιάσειστο θεμέλιο εὐτυχίας. Δέν ὐπολόγιζε πώς ἦταν δυνατό μέ ἕνα σεισμό νά καταρρεύ­σουν, ἤ νά γίνουν στάχτη ἀπό ἕνα κεραυνό ἤ μιά πυρκαϊά.
Γι’αὐτό καί ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, λέγει χαρακτηρι­στικά ὅτι ἡ γνώμη τοῦ πλουσίου ὅτι ἡ εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου στηρίζεται στά ὑλικά ἀγαθά δέν ἐφανέ­ρωνε τίποτε ἄλλο, παρά ὅτι ὁ ἄνθρωπός μας εἶχε «λαιμόν ἀντί λογισμοῦ».
Ἀλλ’ἐπί πλέον ὁ πλούσιος μέσα στήν ἀφρο­σύνη του δέν σκέπτεται, ὅτι δέν εἶναι ἀρκετή ἡ ἀφθονία τοῦ φαγητοῦ νά κάμει ἀδιατάρακτη τήν εὐφροσύνη του. Διότι ὑπάρχουν πολλά ἄλλα πού μποροῦν νά στενοχωρήσουν ἐκεῖνον πού παρακάθεται κάθε μέρα σέ πλούσιο τραπέζι. Ἡ κούραση ἤ ἡ ἀσθένεια τοῦ σώματος, ἡ δυσαρέ­σκεια πού μπορεῖ νά δημιουργηθεῖ μεταξύ αὐτοῦ καί τῶν συγγενῶν του ἤ τῶν ἀνθρώπων πού τόν ὑπηρετοῦν ὡς οἰκικοί βοηθοί, περισσότερο δέ καί πάνω ἀπό ὅλα ἡ ταραγμένη συνείδηση, ὅλα αὐτά καί τόσα ἄλλα εἶναι ἀρκετά καί ἱκανά νά ἀφαιρέσουν κάθε ἄνεση ἀπό τόν ἄνθρωπο πού ἔχει στήν κατοχή του ὅλα τά πλούτη τοῦ κόσμου.
Ὁ δέ Μέγας Βασίλειος προσθέτει ὅτι ἦταν τόση ἡ «ἀλογία» του καί ὁ παραλογισμός του, ὥστε φερόταν σάν τά ζῶα. Ἐφ’ ὅσον δέν σκεπτό­ταν τίποτε ἄλλο ἐκτός ἀπό τήν κοιλία του· ἐφ’ ὅσον ἐκινεῖτο μόνο μέσα στά στενά καί ἀσφυ­κτικά πλαίσια τοῦ  «φάγωμεν καί πίωμεν» (Ἡσ. κβ΄13)· ἐφ’ ὅσον δέν ἔδινε πνευματικές καί ἀνώ­τερες διαστάσεις στήν ὕπαρξή του, ὑπεβίβαζεν ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό του στό ἐπίπεδο τῶν ἀλόγων ζώων. Ζοῦσε χωρίς συναίσθηση τῆς πνευματικῆς του ἀνωτερότητας. Χωρίς νά σκέπτεται τόν Θεόν. Χωρίς νά στρέφει τό λογισμό του στόν κόσμο τοῦ οὐρανοῦ. Χωρίς διάθεση νά παράσχει βοή­θεια στούς συνανθρώπους του. Χωρίς λεπτές καί ἅγιες συγκινήσεις, πού χαρακτηρίζουν τό τέλειο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, τόν ἀληθινό καί ὁλο­κληρωμένο ἐν Χριστῷ ἄνθρωπο.
*****
          Ἄν τώρα μεταφέρουμε τά παραπάνω στήν ἐποχή μας, θά δοῦμε μέ θλίψη καί πόνο ψυχῆς ὅτι καί σήμερα εἶναι πολλοί ἐκεῖνοι, πού μι­μοῦνται τόν ἄφρονα πλούσιο. Ἄν καί διεκ­δικοῦν γιά τόν ἑαυτό τους τόν τίτλο τοῦ ἔξυπνου ἀνθρώπου καί θέλουν νά λέγονται καί νά φαίνον­ται πολιτισμένοι ἄνθρωποι, ἀντιγράφουν τήν ἄφρονα, ἄμυαλη καί ἀνόητη τακτική τοῦ πλου­σίου. Ἕνα βλέμμα στήν καταναλωτική κοινωνία μας πείθει τόν καθένα γι’ αὐτό. Ὅλα σχεδόν τά ἐνδιαφέροντα πολλῶν συνανθρώπων μας στρέ­φονται στό τί θά φᾶνε ἤ μᾶλλον τί θά φᾶμε καί πῶς θά εὐχαριστήσουμε τόν λάρυγγά μας. Ἡ ἐποχή μας ἔγινε ἐποχή τῆς χρυσῆς κουζίνας, τῶν ποτῶν καί τῶν γλυκισμάτων. Τήν ἁγία καί εὐλο­γημένη νηστεία τήν ὁποία ὁ Μ.Βασίλειος ὀνομάζει «συνηλικιῶτιν τῆς ἀνθρωπότητος», δέν θά ἦταν ὑπερβολή νά ποῦμε ὅτι τήν βεβηλώνουμε μέ τήν ἐφευρετικότητά μας, φτειάχνοντας νηστίσιμο κρέας, νηστίσιμο γάλα, νηστίσιμο τυρί, νηστίσιμη σαντυγί πού κάνει τά γλυκά στό τραπέζι παρα­πάνω ἀπό ἐλκυστικά καί προκαλεῖ τήν βουλιμία μας στό νά τά ἀπολαύσουμε. Ἀκόμη καί τά μέσα μαζικῆς ἐνημερώσεως ἐπιδίδονται συστηματικά στήν προβολή συνταγῶν γαστρο­νομίας. Τά πάν­τα γιά τήν «γαστέρα», τήν κοιλία. Ἡ «κοιλία» ἔγινε «ὁ Θεός» πολλῶν ἀνθρώπων σήμερα, τῶν ὁποίων τό τέλος, ὅπως γράφει ὁ θεῖος Ἀπόστολος Παῦλος (Φιλιπ. γ΄19), θά εἶναι ἡ «ἀπώλεια», ἡ καταστροφή. Γιατί οἱ ἄνθρωποι αὐτοί πού λα­τρεύουν ὡς θεό τήν κοιλία τους, θά καταλή­ξουν στήν αἰώνια κόλαση.
          Ὁ ὑλισμός, ἀδελφοί μου, σήμερα μεσουρα­νεῖ καί στή θεωρία καί στήν πράξη. Οἱ συζητήσεις τῶν περισσοτέρων ἀνθρώπων, οἱ ὑποσχέσεις τῶν πολιτικῶν, τά ἀναπτυξιακά προγράμματα ἐκείνων πού διευθύνουν τούς λαούς, οἱ ἀγῶνες καί οἱ στόχοι τῶν ἐργαζομένων τῶν ὁποίων δυστυχῶς τό εἰσόδημα, μέ διάφορες δικαιολογίες ἐκ μέρους ἐκείων πού κατευθύνουν τίς οἰκονομίες τῶν λα­ῶν, συρρικνώνεται ὁλοένα καί περισσότερο, ὅλοι καί ὅλα στρέφονται στό πῶς θά ζήσουμε ἐδῶ καλύτερα. Πῶς θά ἔχουμε περισσότερες ἀπολα­βές καί ἀφθονότερα ἀγαθά. Πῶς θά ἀπο­λαμ­βάνουμε χωρίς κόπους τά ἀγαθά τῆς γῆς. Αὐτά νομίζουν ὅτι θά μᾶς κάμουν εὐτυχισμένους. Καμμιά σκέψη δέν κάνουν πολλοί γιά κάτι τό πνευματικό, κάτι πού νά ἔχει σχέση μέ τήν ἄϋλη, ἄφθαρτη καί αἰώνια ψυχή μας.
          Ἀγνοοῦν ἤ παρακάμπτουν τόν λόγο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, Ἐκείνου πού εἶναι ἡ Πηγή τῆς Ἀληθείας ὅτι ἡ εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου δέν ἐξαρτᾶται «ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῦ» (Λουκ. ιβ΄15) καί ἀπό τά περισσά πλούτη του. Ἄς προ­τρέπει ἡ Ἐκκλησία μας νά φροντίζουμε τήν ἐπι­μέλεια τῆς ψυχῆς μας «πράγματος ἀθανάτου». Ἄς φωνάζει ἡ καθημερινή πράξη μέ τίς πυκνές ἀσθένειες, πού ὀφείλονται καί στά πολλά φαγητά καί μέ τήν πνευματική δυσοσμία πού ἀποπνέει ἡ ζωή τῶν ὑλικῶν ἀπολαύσεων. Οἱ ὑλόφρονες ἄν­θρωποι δέν σκέπτονταιτίποτε περισσότερο ἀπό τή σάρκα. Καί ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται ὁ παρα­λογισμός καί ἡ ἀφροσύνη τους. Φροντίζουν καί κοπιάζουν γιά τό φθαρτό σῶμα καί α’διαφοροῦν γιά τήν ἀθάνατη ψυχή. Αὐτή ὅμως ἡ δυασρμονία γίνεται πηγή τῆς κακοδαιμονίας, πού τούς μαστίζει. Αὐτή εἶναι ἡ αἰτία πού διώχνει ἀπό μέσα μας τή γαλήνη καί μᾶς ἐμποδίζει νά νοιώσουμε ἱκανοποιημένοι καί εὐτυχισμένοι.
*****
«Ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου»
          Ἀγαπητοί μου, μέ τήν παραβολή τοῦ ἄφρο­νος πλουσίου, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, πού μᾶς ἀγαπᾶ τόσο ὅσο δέν μᾶς ἀγαπᾶ κανείς ἄλλος, θέλει νά μᾶς προφυλάξει ἀπό τόν παραλογισμό, πού ὁδηγεῖ στήν καταστροφή. Θέλει νά μᾶς βοηθήσει νά σκεπτόμαστε καί νά συμπεριφερό­μαστε ὅπως ἁρμόζει σέ ἀνθρώπους προικισμέ­νους μέ λογικό καί μέ ψυχή ἀθάνατη. Ἄς ἀκού­σουμε τή φωνή του καί ἀντί νά γοητευ­θοῦμε  ἀπό τήν παγίδα καί τήν ἑλκυστικότητα τῶν ἀπο­λαύσεων τῆς γῆς, ἄς ἐπιδοθοῦμε στόν πλουτισμό τῆς ψυχῆς μέ ἔργα ἀγαθά, ἔργα ἀγάπης καί ἀρετῆς, πού μᾶς ἀναδεικνύουν ἀληθινούς ἀνθρώπους. Τότε δέν θά ἔχουμε τήν κατάληξη τοῦ ἄφρονος πλουσίου, ἀλλά θά βροῦμε ἔλεος καί χάρη ἀπό τόν δωρεοδότη Κύριον πού μᾶς παρέχει μέ ἁπλοχεριά καί πλουσιοπάροχα τά ἀγαθά Του.
 Ἀρχιμανδρίτης Γρηγόριος Μουσουρούλης


Ἐκφωνήθηκε στόν Ἱερό Καθεδρικό  Ἁγίου Ἰωάννου Ἀρχιεπισκοπῆς Λευκωσίας, Κυριακή 19.11.2017

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Πρακτικές σκέψεις που μας ωφελούν. Κήρυγμα σαν την ποτιστική βροχή που μαλακώνει την ψυχή μας και την καλλιεργεί προς την ορθόδοξη πνευματικότητα.

Ανώνυμος είπε...

Η ζωή μας είναι υλιστική. Δεν διαφέρει σε τίποτα τον πλούσιο του τότε. Το κακό ότι τότε οι πλούσιοι ήταν λίγοι τώρα είμαστε όλοι με την σκέψη στο πως θα αποκτήσουμε αγαθά και για αύριο.